τρεμοπαίζω

τρεμοπαίζω
seğirmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρεμοπαίζω — Ν τρεμοσβήνω …   Dictionary of Greek

  • σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • φυλλίζω — ΝΑ [φύλλον] νεοελλ. ναυτ. (για ιστίο) παύω να κολπώνομαι, τρεμοπαίζω αρχ. αφαιρώ τα φύλλα, ξεφυλλίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”